- καρποδέσμιος
- καρπο-δέσμιος, ον,A wearing a knee-halter, Horap.2.78.II Subst. -δέσμιον, τό, armlet, POxy.1153.13 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρποδέσμιος — καρποδέσμιος, ον (Α) 1. αυτός που φορά δεσμό γόνατος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρποδέσμιον δεσμός τού καρπού τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (II) + δέσμιος (< δεσμός)] … Dictionary of Greek
καρποδέσμιον — καρποδέσμιος wearing a knee halter masc/fem acc sg καρποδέσμιος wearing a knee halter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)